Monday 15 February 2016

«Όπου γης και πατρίς»

 Ο Αντώνης Μπουζίνος και η Μαίρη Τσέργα μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους έφυγαν από την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης. Σήμερα ζουν στο Brisbane και μιλούν για την εμπειρία τους
 Η οικογένεια της Μαίρης και του Αντώνη εν πλήρη απαρτία στο Gold Coast
 Η οικογένεια της Μαίρης και του Αντώνη εν πλήρη απαρτία στο Gold Coast

12 Feb 2016
«Εκείνα τα λίγα λεπτά στο αεροδρόμιο. Εκείνη τη στιγμή του αντίο, δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου» λέει η Μαίρη Τσέργα και η φωνή της δεν μπορεί να σκεπάσει την συναισθηματική της φόρτιση. Ήταν η στιγμή που η εξαμελής οικογένειά της έπρεπε να πει αντίο σε γονείς, αδέλφια και φίλους λίγο πριν επιβιβαστούν στο αεροπλάνο που θα τους έφερνε στην Αυστραλία. 

«Ήθελα να σταματήσω και να γυρίσω πίσω να τους δώσω ένα τελευταίο φιλί αλλά γύρισα τα μάτια μου προς τον έλεγχο διαβατηρίων και είπα στον εαυτό μου 'όχι πρέπει να προχωρήσεις μπροστά, έστω και αν δεν ξέρεις πού πας, έστω και αν δεν ξέρεις πότε θα τους ξαναδείς, αυτό είναι το επόμενο βήμα σου'» λέει η Μαίρη σήμερα τέσσερα ακριβώς χρόνια από εκείνη τη στιγμή.
Αυτή και ο σύζυγός της Αντώνης Μπουζίνος, μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους, έφτασαν στο Brisbane στις 14 Φεβρουαρίου 2012. Είναι μία ακόμα οικογένεια Ελλήνων νέων μεταναστών που «έκαναν το επόμενο βήμα», προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, κάτι που, όπως μαρτυρούν, δεν έβλεπαν ότι ήταν πλέον εφικτό στη σημερινή Ελλάδα που μαστίζεται από την οικονομική κρίση. 
Η ιστορία αυτής της οικογένειας, δεν είναι απλώς μία ιστορία για τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν ως νέοι μετανάστες που δεν είχαν καμία σχέση με την Αυστραλία. «Μοιραζόμαστε την εμπειρία μας γιατί θέλουμε να δώσουμε το μήνυμα ότι αν κάποιος πληροφορηθεί και οργανωθεί σωστά και έχει τα ανάλογα προσόντα, θα τα καταφέρει στην Αυστραλία. Έχουμε ακούσει πολλές αρνητικές ιστορίες και δεν αμφισβητώ την ύπαρξή τους αλλά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Δεν λέμε ότι όλα είναι ρόδινα αλλά και οι δυσκολίες ξεπερνιούνται» λέει η Μαίρη. 
Είναι 10 το βράδυ και τα λέμε από το τηλέφωνο. Εκείνοι στο Brisbane, εγώ στη Μελβούρνη. «Πριν από λίγο βάλαμε τα παιδιά για ύπνο» με πληροφορούν και η δεύτερη κουβέντα τους είναι… «Είσαι Πατρινιά, σίγουρα είσαι Πατρινιά». 
Με πληροφορούν ότι το κατάλαβαν από την προφορά. Τρεις-τέσσερις διάλογοι ακόμα και διαπιστώνουμε ότι έχουμε και κοινούς γνωστούς, αφού ο Αντώνης σπούδασε και έζησε για 15 χρόνια στην Πάτρα, έστω και αν πριν πάρουν τη μεγάλη απόφαση ζούσαν στην Αθήνα. Εκείνο, όμως, που εγώ διαπιστώνω, πέρα από τα πολλά κοινά μας στέκια και γνωστούς, είναι και η νοσταλγία που κρύβεται πίσω από τις ερωτήσεις τους, πίσω από τις λέξεις, πίσω από τα ονόματα που αναφέρουν. Δεν την αρνούνται. Και η νοσταλγία που γεννούν τα συναισθήματα τους, εξοστρακίζεται αστραπιαία χάρη στις προτεραιότητες της λογικής… 
«Ο τρόπος ζωής στην πατρίδα μας λείπει, αλλά μετά από κάποια χρόνια αλλάζουν και οι προτεραιότητες των ανθρώπων. Από τη στιγμή που φύγαμε από την Ελλάδα βάλαμε προτεραιότητα το μέλλον των παιδιών μας. Μουδιάζει ώρες-ώρες η νοσταλγία. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιείς ότι αν σου συμβεί κάτι δεν έχεις έναν άνθρωπο να σού κτυπήσει την πόρτα να σε βοηθήσει» αναφέρουν. 
ΠΩΣ; ΠΟΥ; ΠΟΤΕ;
Το ενδεχόμενο της μετανάστευσης για την οικογένεια του Αντώνη και της Μαίρης, άρχισε να καλλιεργείται στη σκέψη του Αντώνη. «Έβλεπα τα πράγματα, όλα άρχισαν να αλλάζουν από το 2004 και μετά. Κάτι έπρεπε να κάνουμε». 
«Συμφωνήσαμε να εξετάσουμε την περίπτωση να μεταναστεύσουμε, αλλά ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου η Αυστραλία» λέει η Μαίρη, που έπεσε από τα σύννεφα όταν ο άντρας της, την πληροφόρησε για δουλειά στο Brisbane και την Αυστραλία. «Εγώ ούτε γνώριζα ότι υπάρχει πόλη με αυτό το όνομα στην Αυστραλία. Στους χάρτες της Google την πρωτοείδα και με εντυπωσίασε το πολύ πράσινο» λέει.
Ο Αντώνης εν ώρα εργασίας

Η πρόταση της εταιρίας που δουλεύει σήμερα, για εργασία στην Αυστραλία, τον βρήκε τον Αντώνη, δεν την βρήκε αυτός. Γεωλόγος στο επάγγελμα αλλά ένας από τους λίγους ειδικευμένους στην ανθρακοπετρογραφία (200 περίπου παγκοσμίως), είναι ο Αντώνης.
«Τον εργοδότη μου, τον γνώριζα για αρκετά χρόνια. Σε τακτά χρονικά διαστήματα συναντιόμασταν σε συνέδρια. Μού πρότεινε να έρθω εδώ να δουλέψω με βίζα 457. Μετά την προσφορά, ήρθε και η πρόσκληση. Μού ζήτησε να έρθω εδώ για λίγες μέρες γιατί ήθελε να συζητήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Ήθελε, επίσης, να δω την πόλη και μετά να αποφασίσω αν ήθελα να μετακομίσουμε στην Αυστραλία. Την πρώτη μέρα που κατέβηκα στην πόλη και είδα το Southbank, σκέφτηκα ότι αυτό δεν είναι κάτι που βλέπω στην Αθήνα, αυτό είναι κάτι ξεχωριστό. Όλη η ατμόσφαιρα ήταν πιο χαλαρή, ήταν πιο ήρεμη, οι άνθρωποι στην Αθήνα είναι φωνακλάδες, έχουν άγχος. Δεν το είδα αυτό εδώ. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είπα στη Μαίρη». 
Και ο Αντώνης την έπεισε. Δύο μήνες αργότερα, ο Αντώνης, συν γυναιξί και τέκνοις έφτασε στο Brisbane. «Θυμάμαι το άρωμα της βρεγμένης ασφάλτου όταν φτάσαμε στο Brisbane, την υγρασία της πόλης. Αυτό ήταν το πρώτο άρωμα της πόλης που έζησα και θα το θυμάμαι πάντα. Θυμάμαι και αυτό που έλεγαν στην μεγάλη μου κόρη οι συμμαθητές της στο σχολείο που πήγε. 'Ήρθες ανήμερα του Αγ. Βαλεντίνου θα την ερωτευτείς αυτήν την πόλη'. Και, μάλλον, είχαν δίκιο, όλοι μας την ερωτευτήκαμε». 

ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
«Υπάρχει ένα ελληνικό απόφθεγμα που λέει όπου γης και πατρίς και αυτό υιοθετήσαμε από εκείνη τη μέρα της ζωής μας. Και σήμερα πιστεύω ότι αυτό το επόμενο βήμα που κάναμε άξιζε τον κόπο, ζούμε μία άνετη ζωή, τα παιδιά μας έχουν πολλές ευκαιρίες, ως γεωλόγος ταξιδεύω σε πολλά μέρη της χώρας και πραγματικά νοιώθω ότι κάναμε μία πολύ καλή δεύτερη αρχή στη ζωή μας» λέει ο Αντώνης γυρίζοντας το ρολόι τέσσερα χρόνια μπροστά.
Η Μαίρη δεν παραπονιέται για τη ζωή στην Αυστραλία αλλά δεν ξεχνά… «Τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολα για τα μεγάλα μας κορίτσια, τους έλειπαν οι φίλοι τους, οι άνθρωποι με τους οποίους είχαν μεγαλώσει. Η μεγάλη μου κόρη όταν ήρθαμε ήταν 17 ετών και η μικρότερη 14, οπότε καταλαβαίνεις… Η αλλαγή ήταν μεγάλη». 
Τα πράγματα ήταν λίγο πιο εύκολα για τα δύο τρίχρονα τότε κοριτσάκια τους. «Τα δίδυμα όταν πρωτοήρθαμε δεν μιλούσαν λέξη Αγγλικά και θυμάμαι ότι ήταν πεπεισμένα ότι τα άλλα παιδάκια εδώ δεν μιλούσαν καθόλου. Βλέπεις οι κόρες μου τούς μιλούσαν Ελληνικά και τα άλλα παιδάκια δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγαν και δεν απαντούσαν. Το θυμόμαστε τώρα και γελάμε». 
«Ευτυχώς υπάρχει η τεχνολογία» λέει. «Όσα χρόνια είμαστε εδώ, δεν κάναμε ποτέ Πρωτοχρονιά χωρίς τους δικούς μας. Μέσα από το Skype είμαστε πάντα μαζί αυτές τις σημαντικές μέρες». 
Και ενώ ο Αντώνης «όργωνε» με το μικροσκόπιο την αυστραλιανή γη, η Μαίρη οργάνωνε την οικογένεια. Το γεγονός όμως ότι είχε παρατήσει τη δημιουργική της δουλειά την «έτρωγε»… 
Η Μαίρη ήταν σχεδιάστρια ρούχων στην Ελλάδα και είχε τη δική της επιχείρηση. «Χρειάστηκε να περιμένω, να οργανωθούμε, να πάνε τα παιδιά σχολείο, να γνωρίσω πέντε ανθρώπους, να προσαρμοστούμε πρώτα». 

Ώσπου έφτασε και η ώρα της Μαίρης. «Γνώρισα κόσμο και άρχισα σιγά-σιγά να σχεδιάζω και να ράβω για γνωστές και φίλες τους. Εργάζομαι ως σχεδιάστρια μόδας - μοδίστρα από το σπίτι μου και ράβω τα πάντα, από τζιν μέχρι νυφικά. Τώρα έχω μόνιμη πελατεία και οι πελάτισσές μου το απολαμβάνουν γιατί θέλουν μία ευρωπαϊκή νότα στα ρούχα τους. Αυτό μου λένε. Μ' αρέσει να ασχολούμαι μαζί τους να βρίσκουμε μαζί τα πάντα από το ύφασμα ώς τα αξεσουάρ. Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις ανθρώπους να ικανοποιούνται από τη δουλειά σου και να στο δείχνουν. Η δημιουργική μου πλευρά βρήκε έκφραση». 
Η επιχείρηση της Μαίρης που χαρίζει ευρωπαϊκό στυλ στην εμφάνιση των πελατριών της

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ 
Τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν «σαν νερό στ' αυλάκι», αλλά και, γενικότερα, η ζωή στην Αυστραλία, δεν ήταν πάντα ρόδινα. 
«Τα αρνητικά σου τα είπαμε και μπορεί να είναι και άλλα. Προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε και σε ένα βαθμό το έχουμε καταφέρει. Δεν είναι εύκολο για κάποιον να έρθει εδώ και να στήσει μία νέα ζωή. Αν όμως είναι οργανωμένος και έχει πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες, δεν είναι αδύνατο» λένε.
Η ευγένεια των ανθρώπων, η οργάνωση, ακόμα και ο τρόπος ζωής στην αρχή τους ξένισαν, αλλά με τον καιρό όχι μόνο τον αποδέχθηκαν, αλλά άρχισαν να βλέπουν το παρελθόν τους, το παρόν τους, αλλά και το μέλλον τους, μέσα από μία διαφορετική οπτική γωνία.
«Μου έκανε εντύπωση, αυτό το 'how are you today?' που με ρωτούσαν άγνωστοι άνθρωποι, για παράδειγμα η ταμίας στο σουπερμάρκετ. Στην αρχή το έβλεπα ψεύτικο. Μετά κατάλαβα όμως ότι δεν είναι ψεύτικο, είναι απλά ένα στοιχείο της συμπεριφοράς των ανθρώπων εδώ» λέει η Μαίρη, ενθυμούμενη αυτά που την εντυπωσίασαν στην αυστραλιανή κοινωνία. 
«Αλλιώς έβλεπα τα πράγματα όταν φύγαμε από την Ελλάδα, για την Ελλάδα και αλλιώς τα βλέπω σήμερα» προσθέτει ο Αντώνης. «Το να ζήσεις μακριά από την πατρίδα σου, το να δεις άλλες κοινωνίες και να ζήσεις σ' αυτές σε κάνει πιο αντικειμενικό ίσως, αποκτάς μία διαφορετική αντίληψη για όλα».
Δεν ξέρω αν αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τους πω καληνύχτα, αλλά αποφάσισα να το κάνω με μία ερώτηση κλισέ… Ίσως ενδόμυχα να ήθελα να τους αφήσω με μία ελπίδα που η απάντησή τους θα γεννούσε. «Σκέφτεστε κάποια στιγμή να επιστρέψετε μόνιμα στην Ελλάδα;». Και η απάντησή τους ήταν τα πάντα. Αισιόδοξη ή το αντίθετο, ή ουδέτερη… 

«Ίσως» μου είπαν. Δεν τους ρώτησα αν αυτό το «ίσως» ήταν πιο κοντά στο «όχι» ή το «ναι», γιατί θυμήθηκα τις προτεραιότητές τους και τα όσα διαβάζω καθημερινά στις ειδήσεις για την Ελλάδα.
 

No comments:

Post a Comment